- φᾶμις
- φᾶμιςφῆμιςspeech: fem nom sg (doric )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
φᾶμις — φῆμις speech fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάμις — φά̱μῑς , φῆμις speech fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φήμις — και δωρ. τ. φᾱμις, ιος, ἡ, Α 1. λόγος, ομιλία («ἤ τινά που καὶ φῆμιν ἐνὶ Τρώεσσι πύθοιτο», Ομ. Ιλ.) 2. η γνώμη ή κρίση τού λαού σχετικά με πρόσωπο, γεγονός ή κατάσταση, η οποία εκφέρεται σε δημόσια συνέλευση («χαλεπὴ δ ἔχε δήμου φῆμις», Ομ. Οδ.)… … Dictionary of Greek